διάκαυσις

διάκαυσις
(-εως) η
1) сгорание; сжигание, сожжение; 2) болезнь, вызывающая гниение дерева

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διάκαυσις" в других словарях:

  • διάκαυσις — the use of cautery fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακαύσει — διάκαυσις the use of cautery fem nom/voc/acc dual (attic epic) διακαύσεϊ , διάκαυσις the use of cautery fem dat sg (epic) διάκαυσις the use of cautery fem dat sg (attic ionic) διακαίω burn through aor subj act 3rd sg (epic) διακαίω burn through… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκαυσιν — διάκαυσις the use of cautery fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκαυση — η (Α διάκαυσις, εως) 1. πυράκτωση, διαπύρωση, το αποτέλεσμα τής καύσης 2. ασθένεια τού ξύλου η οποία προκαλεί τη σήψη του αρχ. 1. καυτηρίαση 2. τα υπολείμματα τής καύσης …   Dictionary of Greek

  • διακαύσεως — διακαύσεω̆ς , διάκαυσις the use of cautery fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακαύσῃ — διακαύσηι , διάκαυσις the use of cautery fem dat sg (epic) διακαίω burn through aor subj mid 2nd sg διακαίω burn through aor subj act 3rd sg διακαίω burn through fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»